Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ “Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ”

Ανδρέας Χατζηχαμπής
28/08/2023
0 Σχόλια
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ “Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ”

Η τραγωδία της νέας Αντιγόνης

Ο Οδυσσέας Αστέρης για δεύτερη φορά είναι ο αφηγητής της ποιητικής μυθιστορίας του Ανδρέα Χατζηχαμπή· πρόσωπο, προσωπείο ορθότερα του ιδίου του ποιητή, γνωστό ήδη από την προηγούμενη ποιητική σύνθεσή του, το 2018, με τίτλο ομώνυμο, Οδυσσέας Αστέρης, την οποία είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω προ ολίγων ετών. Η ευνοϊκή υποδοχή και η αναγνώρισή της αποδείχθηκε και εμπράκτως με την επανέκδοσή της από τον Κέδρο, το 2021, γεγονός σπάνιο για βιβλίο ποίησης στις μέρες μας.

  Στην Κραυγή της Αντιγόνης, που παρουσιάζουμε στην Ανεράδα, ο αφηγητής Οδυσσέας Αστέρης πλαισιώνεται από μια κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την τραγική Αντιγόνη, την αθάνατη σοφόκλεια Αντιγόνη, η οποία επανέρχεται στο ιστορικό και μυθιστορηματικό προσκήνιο, οσάκις η ανθρώπινη μοίρα λαμβάνει υπαρξιακή μορφή: τις ώρες κυρίως των αδικαίωτων θανάτων, όταν ο άνθρωπος καλείται να υπερβεί τους νόμους τους πολιτικούς και να προστρέξει στον ηθικό νόμο της δικαίωσης των νεκρών. Στην περίπτωσή μας, μάλιστα, οι νεκροί είναι πολλοί, οι νεκροί είναι αγνοούμενοι, ο δε τρόπος ταφής τους τελέστηκε ανίερα και ιερόσυλα, γεγονός παράδοξο αυτό και όμως αληθινό, νεκρών θαμμένων χωρίς ταφή.

   Θα προσθέσω, πριν μπω στην ουσία της νέας αυτής σύνθεσης του Ανδρέα Χατζηχαμπή, ότι το νέο του δημιούργημα, παρά την αυτοτέλειά του, αποτελεί το δεύτερο μέρος του κυπριακού δράματος στο μακρόχρονο πέρασμα των αιώνων. Και είναι σημαντικό, διότι σε αυτό προβάλλει απαιτητικό το αίτημα της συνέχειας του πολύπαθου αυτού λαού στην ιστορία, αίτημα επιτακτικό που θέτει ευθέως το ζήτημα της δικαίωσης. Η Αντιγόνη μοιρολογεί όσες φορές παίρνει τον λόγο, αλλά ο θρήνος της δεν αποβλέπει στο διαιώνιο χρέος της απόδοσης των νενομισμένων στον άταφο αδελφό της, αλλά στην ηθική αποκατάσταση των πολλών νεκρών, αγνοουμένων ή μη, της τελευταίας κυπριακής περιπέτειας του 1974, μη εξαιρουμένων και εκείνων του αδελφοκτόνου μίσους. Και η αποκατάσταση αυτή, που έχει τη μορφή απόδοσης του δικαίου σε ένα ολόκληρο λαό, σημαίνει την επάνοδο στην πρότερη, τη βάναυσα καταπατηθείσα τάξη και την ιστορική αποκατάσταση.

   Ως προς ο τεχνικό μέρος, ο ποιητής ακολουθεί την τακτική που μετήλθε επιτυχώς και στο βιβλίο του Οδυσσέας Αστέρης. Γι’ αυτό, πέραν του θεματικού μέρους, η παρεμφερής τεχνική είναι, και αυτή, που επιβεβαιώνει το δίδυμο των δύο αυτών συνθέσεων και τη συμπλήρωση της πρώτης με τη δεύτερη, την Κραυγή της Αντιγόνης. Αντικριστά στις σελίδες του βιβλίου, αριστερά, πάλι, αφηγείται ο Οδυσσέας την ιστορία ή σε πολύ λίγες αλλά καίριες της πλοκής περιπτώσεις εμφανίζεται μοιρολογώντας η Αντιγόνη, ένα μοιρολόι έρρυθμο, σπαρακτικό. Στη δεξιά σελίδα ο χορός των ποιητών συνομιλεί στην ουσία με τον αφηγητή ή συμπάσχει με τη σπαρασσόμενη Αντιγόνη, αποκρινόμενος σε όσα αυτός απευθύνει, επιβεβαιώνοντας με άλλα λόγια και με άλλα στοιχεία τα λόγια του αφηγητή, ερμηνεύοντας κατά κάποιο τρόπο αυτά, προσθέτοντας επιχειρήματα από την ιστορία, κατεξοχήν την αρχαία, την τόσο αποκαλυπτική για τις τύχες της Κύπρου, αλλά και από την εξαγιασμένη της παράδοση.

   Ως προς το περιεχόμενο, για να φθάσει ο Οδυσσέας Αστέρης στο ζητούμενο ανατρέχει στο παρελθόν και αντλεί επιχειρήματα από την ιστορία και τον μύθο, εκκινώντας από τη γέννηση της Αφροδίτης, το θείο αυτό δώρο της τύχης στο νησί, έχοντας ως πρώτη πηγή τον Όμηρο και την Ιλιάδα του, όντας ο ίδιος ένας νέος ομηρικός Οδυσσέας, ο οποίος επιχειρεί το δικό του ταξίδι με τη δική του σύγχρονη ραψωδία. Με υπαινιγμούς και συμβολισμούς ο ποιητής δίνει στις επιμέρους αφηγήσεις, με περιγραφές ολιγόλογες ή με λέξεις καθοριστικές τις μεγάλες στιγμές της κυπριακής ιστορίας· τις κορυφαίες στιγμές, από την άποψη ότι περισσεύει ο πόνος, αλλά αυτή ακριβώς η περίσσεια αποτέλεσε και το μυστικό της αντοχής, το θεμέλιο της συνέχειας μέχρι την τελευταία περιπέτεια του 1974, από τις πιο δραματικές, την τραγικότερη εκ του αποτελέσματος. Είναι εγκαυστικά ανακλητικές φράσεις, φαινομενικά τυχαίες εκ πρώτης όψεως, όπως «τα στάχυα του Ιούλη», «τα όνειρα διαβιούν σε αντίσκηνα, σε συνοικισμούς ευκαιρίας» ή οι «πρόσφυγες και αγνοούμενες ημέρες» (σ. 42).[1] Ανακινούν μνήμες τραυματικές. Ακόμη η προσφυής, αν και υπόρρητη, ταύτιση της Αγίας Σοφίας της Λευκωσίας με την άλωση της Πόλης στους στίχους: «Η Ελένη Παλαιολογίνα γοερά θρηνεί, μες στην Αγία Σοφία της Λευκωσίας, την Πόλη (με κεφαλαίο Π) που ’πεσε στα χέρια των Αγαρηνών» (σ. 22).

   Από πλευράς τεχνικής υπάρχει στιχουργική ποικιλία, αρμοσμένη στο ύφος του ομιλούντα και στο ήθος του περιεχομένου. Υπάρχει ζάπλουτο διακείμενο, το οποίο αποτελεί αδιάψευστο τεκμηριωτικό ή καταγγελτικό υλικό, που επισφραγίζει αδιαμφισβήτητα τα λεγόμενά του. Ενδεικτικά και μόνο, διακρίνω την ιερή σκιά του Γιώργου Σεφέρη στα μέρη που επιγράφονται «Οι γάτες της Αγίας Ελένης» (σ. 18) και «Ένα αδειανό πουκάμισο» (σ. 56). Και η φωνή του Ελύτη ακούγεται στο τμήμα των σ. 22-23 με τους τίτλους «Γραικιά ψυχή», και ιδίως «Η καρδιά της γλώσσας μας», με το σολωμικό μότο, αλλά και το δοξαστικό του χορού των ποιητών για την «Πολύφλογο νήσο» (σ. 77), που παραπέμπουν διακριτικά αλλά εύγλωττα στον Άξιον εστί, στον Ψαλμό Β΄ της ενότητας «Τα Πάθη» και στο «Δοξαστικόν» (σ. 77), αντίστοιχα. Επίσης, η «κόρη των αμπελιών» (σ. 9) με οδηγεί, συνειρμικά, στην κυρά των αμπελιών του Γιάννη Ρίτσου. Κάπως απόμακρα, αλλά ο τρόπος που εμφανίζει τον χαλκό, ως μετάλλευμα εγγενές, βγαλμένο από τα σπλάχνα της Κύπρου, με παραπέμπει στην αγωνία του Ανδρέα Κάλβου, όπως αναδίδεται από τους στίχους της ωδής του «Εις Σάμον» στη συλλογή Λύρα, «Όσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ ζυγόν δουλείας ας έχωσι·/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία». Και για να μην κουράσω, θα αναφέρω δύο μόνο δείγματα ακόμη, αυτά από την ορθόδοξη υμνολογία, χαρακτηριστικά της μεθοδικής διακειμενικής αξιοποίησης από τον ποιητή της θεολογικής ιδιοσυστασίας της Κύπρου: για τον «Γλυκασμό των αγγέλων» (σ. 13) και τον «Ήλιο της δικαιοσύνης (σ. 14) κάνει λόγο, εμβάλλοντας εύστοχα λέξεις με ορθόδοξα μηνύματα στους στίχους του. Είναι από τα εξαποστειλάρια της Θεοτόκου οι στίχοι για την Παναγία, προστάτρια των κατατρεγμένων και αιωνίως βασανιζομένων «Ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, χριστιανῶν ἡ προστάτις, [Παρθένε Μήτηρ Κυρίου, ἀντιλαβοῦ μου καί ῥῦσαι, τῶν αἰωνίων βασάνων»] και από το Απολυτίκιο των Χριστουγέννων οι στίχοι «σέ προσκυνεῖν τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, Καί σέ γιγνώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοί».

   Ως προς τη γλώσσα, πέραν του λεξιλογίου από τις μεγάλες φάσεις του ελληνισμού, από την ομηρική και εντεύθεν μέχρι την καθ’ ημάς δημοτική, εμπλουτίζεται αυτή με λέξεις από την κυπριακή διάλεκτο, ιδίως σε στιγμές ψυχικά φορτισμένες, τις οποίες η δημώδης ή η μητρική λαλιά αποδίδει συγκινησιακά με ανεπανάληπτο τρόπο, ανακαλώντας μνήμες, όπως του Βασίλη Μιχαηλίδη και του Δημήτρη Λιπέρτη. Έκανα λόγο για υπόρρητες μνείες σημαντικών γεγονότων, τα οποία δεν αναγνωρίζονται εύκολα, διότι ο Χατζηχαμπής κάνει ποίηση και όχι ιστορία. Όμως αναγνωρίζονται συμβολικά. Επίθετα που αποδίδονται σε γυναικεία πρόσωπα όπως αροδαφνούσα, συγκλητική, αγνοούμενη, παρότι δεν αναφέρονται ευθέως στα γνωστά ιστορικά συμβάντα, εντούτοις αυτά ανακαλούν. Θα τονίσουμε δύο λέξεις που επανέρχονται πολύ συχνά, φυσικά όχι τυχαία: είναι η λέξη «ελευθερία», το μεγάλο ζητούμενο του νησιού που επί αιώνες περνά από σκλαβιά σε σκλαβιά, και από κατακρεούργηση σε αποκοπή των μελών του· επίσης, το επίθετο «γαλάζιος», με σαφή υποσήμανση στα ελληνικά χρώματα της θάλασσας, του ουρανού, της σημαίας.

   Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, έγκειται στο ότι το όλο σύνθεμα ρυθμίζεται από την ύπαρξη και τη δράση γυναικών, οι οποίες, καθεμιά με τον δικό της συμβολισμό, παραπέμπουν στην Κύπρο, τη μάνα Κύπρο, την αδικοπαθούσα και μελανειμονούσα. Η Αντιγόνη, πρωτίστως, ως κορυφαία, την Κύπρο εκπροσωπεί, διαθέτοντας παράλληλα την εμβληματική ανά τους αιώνες τραγική της ταυτότητα, ως γυναίκα του ηθικού χρέους, του άγραφου νόμου της οφειλόμενης τιμής στους νεκρούς, παρά την όποια παροδική πολιτική νομοθεσία ή αρχή. Είναι, μάλιστα, μία προσφυής σύνθεση της Κύπρου όλων των εποχών στη διαδρομή ενός ατέλειωτου Γολγοθά που κατατείνει στην Κύπρο του 1974· είναι το άγος των αγνοούμενων νεκρών, των άψαλτων, των σκυλευμένων, των στερημένων όσα η σύγχρονη πίστη και ο σεβασμός προς τους νεκρούς απαρέγκλιτα επιβάλλει. Η σύγχρονη Αντιγόνη, η Κύπρος – Αντιγόνη, είναι παρούσα για να τελέσει τα νενομισμένα. Θεωρώ ότι αυτή η σύμπτωση αποτελεί το μυστικό σημείο της όλης σύνθεσης, το βαθύ υπαρξιακό της μήνυμα, τη σύναψη όλων των εποχών του ελληνισμού.

   Σε δεύτερη μοίρα, αλλά με αξιώσεις επιμερισμού των ιστορικών ιδιοτήτων της μάνας Κύπρου, ακολουθεί με χρονολογική τάξη η παρέλαση άλλων γυναικείων μορφών, γυναικών θυρεών, που σφράγισαν με την παρουσία και τα έργα τους την ιστορία του τόπου τους. Η παρουσίαση αυτή οδηγεί σε νέες μυστικές υποσημάνσεις, σε βιώματα και νοοτροπίες που σχετίζονται με την ψυχή του κυπριακού λαού. Η αρχαία Αφροδίτη, το σύμβολο του έρωτα και της ομορφιάς διαδραματίζει τον ρόλο που της επιφύλαξε ο μύθος. Μετέδωσε τα γνωρίσματά της, ευλόγησε η αφρογεννημένη το νησί της γέννησής της. Από τη Νεολιθική εποχή έως τις μέρες μας η παρέλαση είναι μεγαλοπρεπής. Τον χορό σύρει η κόρη της Χοιροκοιτίας, πίσω στον χρόνο, σε βάθος 10.000 χρόνων από σήμερα. Τα οστά του μικρού αυτού παιδιού είναι το σύμβολο της πανάρχαιας καταγωγής, της ελληνικότητας της Κύπρου, μαρτυρία ακατάλυτη κατά τον ποιητή, που ανατρέχει στις πρώτες αρχές. Έπειτα η Νεφερτίτη, η κυπριωτοπούλα γυναίκα του φαραώ Ακενατόν, η «ωραία που έρχεται» μεταφράζοντας το όνομά της κατά τη μυθολογία, σύμβολο της κυπριακής εξωστρέφειας και διασποράς, έρχεται όντως να ασκήσει επιρροή με την ευφυΐα της στη δεύτερη πατρίδα της. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, στα πρώτα φανερώματα του χριστιανισμού, ακολουθεί η Κύπρος – Παναγιά, η Παναγιά η Κιτία, που έφτασε στην Κύπρο για να συναντήσει τον άγιο Λάζαρο, εκπρόσωπο της διάδοσης του χριστιανισμού, και στο ίδιο κλίμα η Αγία Ελένη, η οποία έφερε τμήμα του Τιμίου Σταυρού, χάρισμα στην Κύπρο, μνήμη που συνδυάζεται με το χτίσιμο της Ιεράς Μονής του Σταυροβουνίου. Η αρχαιότητα και η χριστιανοσύνη κατοχυρώθηκαν με τις παραπάνω γυναικείες μορφές. Το ιστορικό στοιχείο, ωστόσο, αρχίζει να συμπλέκεται με τον μύθο και από τη Φραγκοκρατία και εξής, χάρη στην εμφάνιση νέων σπουδαίων γυναικών. Είναι τώρα η θρυλική Αροδαφνούσα, η χωριατοπούλα που λιμοκτόνησε έγκλειστη στο κάστρο της Καντάρας, η ερωμένη του βασιλιά Πέτρου Α΄. Δολοφονήθηκε με εντολή της συζύγου του βασιλιά. Έπειτα, πάλι την εποχή της Φραγκοκρατίας, η Ελένη η Παλαιολογίνα, η βασίλισσα της Κύπρου, Ρωμιά γνήσια, που πέθανε στην ακμή της νιότης της στα τριάντα της χρόνια. Και αργότερα η Αικατερίνη Κορνάρο, η τελευταία βασίλισσα του  νησιού. Η αποθέωση των γυναικών θα συνεχιστεί από τον ποιητή και κατά την Οθωμανική περίοδο. Είναι η Μαρία η Συγκλητική, η περήφανη γυναίκα της Κύπρος, η οποία ανατίναξε το καράβι που τη μετέφερε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, όπου προόριζαν οι Τούρκοι κατακτητές τη γυναικεία λεία τους. Και στην παράδοση αυτή, της αντίστασης στους Οθωμανούς ο Χατζηχαμπής δεν παραλείπει τις ηρωίδες του 1821 στην Κύπρο, τις ηρωικές αδελφές Αντωνοπούλου, την Αγγελέτα, την Πεζούνα και την Παγώνα, κόρες του δημογέροντα Γιαννάκη Αντωνόπουλου που καρατομήθηκε στις σφαγές του Ιουλίου του 1821, καθώς και τις επίσης αγωνίστριες της ελευθερίας Αννέτα και Μαργαρώνα Γλυκύ. Για την εποχή της αγγλοκρατίας ο ποιητής επιλέγει την τραγική φιγούρα της Αντωνούς Αυξεντίου, της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου, του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ. Όλες οι γυναίκες αυτές είναι οι λευχειμονούσες Ανεράδες, οι αγγελικές μορφές του Χατζηχαμπή, τα ανήσυχα πνεύματα, οι άσπιλες ερωμένες του γυναικείου κυπριακού πανθέου, αυτές που κράτησαν την τιμή του νησιού τους αλώβητη και θυσιάστηκαν με τον τρόπο της η καθεμία για τη διατήρηση της παράδοσης και της ελληνικότητάς του.

   Στο δράμα του ’74, ο ποιητής θα επιστρατεύσει ως σώμα όλες τις γυναίκες του νησιού του, τις άγνωστες ηρωίδες, σύμβολα της βιασμένης ψυχής της πατρίδας τους. Τις μάνες κουράγιο, τις ατιμασμένες γυναίκες, τις χαντακωμένες ερωμένες, τις γυναίκες με τις φωτογραφίες των δικών τους που σκοτώθηκαν, που απήχθησαν, που φυλακίστηκαν, που αγνοούνται, άγνωστο πού και πώς θαμμένοι. Στο σημείο αυτό ακούγεται απειλητική η κατάρα της Αντιγόνης για το μέγα ανοσιούργημα, όχι των άταφων νεκρών, αλλά των αγνοούμενων νεκρών, ανοσιούργημα φρικτότερο αυτό, διότι στερήθηκαν έτσι παντελώς της νόμιμης ταφής. Ο ποιητής αποθεώνει όντως την Κύπρια γυναίκα όλων των εποχών, με κορύφωση τις ανώνυμες γυναίκες της εισβολής, κάτι παράλληλο με τον συμβολισμό του άγνωστου στρατιώτη, αποδίδοντας δίκαιη τιμή στην προσφορά και κυρίως στη θυσία τους. Ο ατελεύτητος αυτός χορός της αυτοθυσίας των γυναικών και του άφατου πόνου θυμίζει τα λόγια του Ξέρξη, την έκφραση θαυμασμού του για την Αρτεμισία, τη βασίλισσα της Αλικαρνασσού: «αι γυναίκες γεγόνασι άνδρες».

   Θα προσθέσω στο σημείο αυτό την αγγελιαφόρο των θεών, την  Ίριδα, για τον διακριτό και όχι τυχαίο ρόλο της, τη συμβολή της δηλαδή από την αρχαιότητα στην απονομή του δικαίου, του ζητούμενου όλης της σύνθεσης, ρόλο απαραβίαστο, που της επεφύλαξαν οι αιώνες. Αυτή τη δικαίωση εισπράττουμε ως υπαρξιακό μήνυμα από τη σύνθεση –σύνθεση στην κυριολεξία– του ποιητή Ανδρέα Χατζηχαμπή.

   Θα κλείσω, αναπτύσσοντας με περισσότερα λόγια όσα εν είδει κατακλείδας έγραψα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: Ποια είναι η Αντιγόνη του βιβλίου και ποιον μοιρολογεί; Το μακρινό της αρχαίο πρότυπο, ακατάλυτο στους αιώνες, τάχθηκε να φυλάξει τα ιερά και τα όσια της πολιτισμένης ανθρωπότητας, τον ηθικό νόμο, την υποχρέωση της ταφής του νεκρού σώματος του αδελφού της Πολυνείκη, παραβαίνοντας τους εφήμερους νόμους της πολιτείας. Η Αντιγόνη της συλλογής του Χατζηχαμπή έχει παρεμφερές ηθικό χρέος, να θρηνήσει για τα δεινά του τόπου της, να καταραστεί τους αίτιους των συμφορών του. Γιατί το σώμα που μοιρολογεί δεν είναι απλώς άκλαυτο, είναι άθαφτο μέσα στο χώμα χωρίς να το έχει δει, χωρίς να το έχει κηδέψει, με την κυριολεξία της ιερής φροντίδας προς τον νεκρό, που έχει η λέξη – γεγονός που υπερβαίνει και την πιο ασύλληπτη φαντασία. Η νέα αυτή Αντιγόνη συνεχίζει την παράδοση των τραγικών γυναικών της Κύπρου, της Ελένης Παλαιολογίνας της Αγίας Ελένης, της ομηρικής Ελένης, της Μαρίας της Συγκλητικής, της ανώνυμης γυναίκας με τη φωτογραφία στο χέρι του αγνοούμενου συγγενούς της.

   Η ιστορία της Κύπρου, δραματική για τα πάθη των παιδιών της, δραματικότερη για την αντοχή της στον χρόνο, εκτυλίσσεται, με ξεχωριστό λυρισμό, μέσα από τις ψαλμωδίες του χορού των ποιητών, διατρανώνεται με τους λόγους του ομηρογενούς Οδυσσέα Αστέρη, του αφηγητή ποιητή, εκτυλίσσεται με ελεγειακή αυστηρότητα μέσα από τις ψαλμωδίες του χορού των ποιητών και συνταράζει με τον θρήνο της ίδιας της Αντιγόνης, της νέα αυτής Αντιγόνης, που παρεμβαίνει μεταξύ αφηγητή και χορού, σε μια ελεύθερη άτυπη μίμηση της αρχαίας τραγωδίας, για να κλάψει τα παιδιά της, να εξιστορήσει τα παθήματά της, να καταγγείλει τους δυνάστες της. Πράγματι, ο σπαρακτικός θρήνος της Αντιγόνης φέρνει στο νου μας τον αρχαίο κομμό, το εκστατικό θρηνητικό μέλος του τραγικού χορού.

                                                                                                    Θεοδόσης Πυλαρινός


[1] Βλ. και τον τίτλο του τμήματος της σ. 44, «Αγνοούμενη αγάπη».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *